καλόβολος — η, ο επίρρ. α συγκαταβατικός, βολικός, εύκολος: Συνεννοούμαι εύκολα μ αυτόν, γιατί ναι καλόβολος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εύκολος — η, ο (ΑΜ εὔκολος, ον) 1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα») 2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ εὔκολος… … Dictionary of Greek
Arki — Fischerhafen Arki Gewässer Ägäisches Meer Inselgruppe … Deutsch Wikipedia
Liste der Dodekanes-Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
αδυσανάσχετος — η, ο [δυσανασχετώ] αυτός που δεν δυσανασχετεί ή δεν δυσανασχέτησε, ο βολικός, ο καλόβολος … Dictionary of Greek
αδυσκόλευτος — η, ο [δυσκολεύω] 1. αυτός που δεν συναντά ή δεν συνάντησε δυσκολία 2. που γίνεται χωρίς δυσκολία, εύκολος 3. αυτός που δεν παρέχει δυσκολίες σε άλλους, καλόβολος … Dictionary of Greek
ευπετής — εὐπετής, ές (ΑΜ) 1. (ιδίως για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά 2. μτφ. (για γεγονότα) ευνοϊκός, ευτυχής 3. (για τον ρυθμό τού λόγου) εύστροφος, ευφραδής 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπετές η ευστροφία τού λόγου 5. εύκολος, ευκολοκατόρθωτος,… … Dictionary of Greek
ευσύνθετος — εὐσύνθετος, ον (ΑΜ) αυτός που είναι καλά συντεθειμένος, καλά διατεταγμένος μσν. 1. αυτός που έχει ωραίο παράστημα 2. επινοητικός σε κάτι, εφευρετικός αρχ. 1. (για πράγματα) αυτός που συντίθεται εύκολα 2. αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, ο καλόβολος … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοβολιά — η [καλόβολος] η ιδιότητα τού καλόβολου, η συγκαταβατικότητα … Dictionary of Greek